Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
View word page
τροπαῖος
of or for rout, defeat; causing rout

ShortDef

of or for rout, defeat; causing rout

Debugging

Headword:
τροπαῖος
Headword (normalized):
τροπαῖος
Headword (normalized/stripped):
τροπαιος
IDX:
89318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89319
Key:

Data

{'content': 'of or for rout, defeat; causing rout'}