Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
View word page
τροπαϊκιαῖος
amounting to

ShortDef

amounting to

Debugging

Headword:
τροπαϊκιαῖος
Headword (normalized):
τροπαϊκιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τροπαικιαιος
IDX:
89315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89316
Key:

Data

{'content': 'amounting to'}