Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
View word page
τρομώδης
trembling, quivering

ShortDef

trembling, quivering

Debugging

Headword:
τρομώδης
Headword (normalized):
τρομώδης
Headword (normalized/stripped):
τρομωδης
IDX:
89312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89313
Key:

Data

{'content': 'trembling, quivering'}