Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
View word page
τρόμος
a trembling, quaking, quivering
ShortDef
a trembling, quaking, quivering
Debugging
Headword:
τρόμος
Headword (normalized):
τρόμος
Headword (normalized/stripped):
τρομος
IDX:
89310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89311
Key:
Data
{'content': 'a trembling, quaking, quivering'}