Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορέω
View word page
τρομοποιός
causing fright
ShortDef
causing fright
Debugging
Headword:
τρομοποιός
Headword (normalized):
τρομοποιός
Headword (normalized/stripped):
τρομοποιος
IDX:
89309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89310
Key:
Data
{'content': 'causing fright'}