Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τροιζήν
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
View word page
τρομοποιέω
tremefacio

ShortDef

tremefacio

Debugging

Headword:
τρομοποιέω
Headword (normalized):
τρομοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τρομοποιεω
IDX:
89308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89309
Key:

Data

{'content': 'tremefacio'}