Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίωτον
Τροία
Τροιζήν
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
View word page
τρομητός
trembling, moderately boiled
ShortDef
trembling, moderately boiled
Debugging
Headword:
τρομητός
Headword (normalized):
τρομητός
Headword (normalized/stripped):
τρομητος
IDX:
89306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89307
Key:
Data
{'content': 'trembling, moderately boiled'}