Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριώροφος
τριώρυγος
τρίωτον
Τροία
Τροιζήν
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
τροπαία
View word page
τρομερός
trembling
ShortDef
trembling
Debugging
Headword:
τρομερός
Headword (normalized):
τρομερός
Headword (normalized/stripped):
τρομερος
IDX:
89304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89305
Key:
Data
{'content': 'trembling'}