Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριώριον
τριώροφος
τριώρυγος
τρίωτον
Τροία
Τροιζήν
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
τρόμος
τρομός
τρομώδης
τρόπα
View word page
τρομαλεόφωνος
with trembling voice

ShortDef

with trembling voice

Debugging

Headword:
τρομαλεόφωνος
Headword (normalized):
τρομαλεόφωνος
Headword (normalized/stripped):
τρομαλεοφωνος
IDX:
89303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89304
Key:

Data

{'content': 'with trembling voice'}