Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριῶλαξ
τριωνυμία
τριώνυμος
τριώνυχος
τριώριον
τριώροφος
τριώρυγος
τρίωτον
Τροία
Τροιζήν
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
τρομοποιέω
τρομοποιός
View word page
Τροιζήνιος
of Troezen
ShortDef
of Troezen
Debugging
Headword:
Τροιζήνιος
Headword (normalized):
τροιζήνιος
Headword (normalized/stripped):
τροιζηνιος
IDX:
89299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89300
Key:
Data
{'content': 'of Troezen'}