Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριώβολον
τριῳδέομαι
τριῶλαξ
τριωνυμία
τριώνυμος
τριώνυχος
τριώριον
τριώροφος
τριώρυγος
τρίωτον
Τροία
Τροιζήν
Τροιζήνιος
Τροιζηνίς
Τροίζηνος
Τροίη
τρομαλεόφωνος
τρομερός
τρομέω
τρομητός
τρομικός
View word page
Τροία
Troy
ShortDef
Troy
Debugging
Headword:
Τροία
Headword (normalized):
τροία
Headword (normalized/stripped):
τροια
IDX:
89297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89298
Key:
Data
{'content': 'Troy'}