Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψυχος
τριωβολεῖος
τριωβολιαῖος
τριωβολιμαῖος
τριώβολον
τριῳδέομαι
τριῶλαξ
τριωνυμία
τριώνυμος
View word page
τριψημερέω
to waste the day

ShortDef

to waste the day

Debugging

Headword:
τριψημερέω
Headword (normalized):
τριψημερέω
Headword (normalized/stripped):
τριψημερεω
IDX:
89281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89282
Key:

Data

{'content': 'to waste the day'}