Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψυχος
τριωβολεῖος
τριωβολιαῖος
τριωβολιμαῖος
τριώβολον
τριῳδέομαι
τριῶλαξ
τριωνυμία
View word page
τριχωτός
furnished with hair, hairy

ShortDef

furnished with hair, hairy

Debugging

Headword:
τριχωτός
Headword (normalized):
τριχωτός
Headword (normalized/stripped):
τριχωτος
IDX:
89280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89281
Key:

Data

{'content': 'furnished with hair, hairy'}