Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψυχος
τριωβολεῖος
τριωβολιαῖος
τριωβολιμαῖος
τριώβολον
τριῳδέομαι
View word page
τριχῶς
in threefold manner
ShortDef
in threefold manner
Debugging
Headword:
τριχῶς
Headword (normalized):
τριχῶς
Headword (normalized/stripped):
τριχως
IDX:
89278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89279
Key:
Data
{'content': 'in threefold manner'}