Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψυχος
τριωβολεῖος
τριωβολιαῖος
τριωβολιμαῖος
View word page
τρίχωμα
a growth of hair, hair

ShortDef

a growth of hair, hair

Debugging

Headword:
τρίχωμα
Headword (normalized):
τρίχωμα
Headword (normalized/stripped):
τριχωμα
IDX:
89276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89277
Key:

Data

{'content': 'a growth of hair, hair'}