Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψυχος
τριωβολεῖος
View word page
τριχρώματος
three-coloured

ShortDef

three-coloured

Debugging

Headword:
τριχρώματος
Headword (normalized):
τριχρώματος
Headword (normalized/stripped):
τριχρωματος
IDX:
89274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89275
Key:

Data

{'content': 'three-coloured'}