Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
τριψημερέω
τρῖψις
τρίψυχος
View word page
τρίχρυσον
gold pentadrachm
ShortDef
gold pentadrachm
Debugging
Headword:
τρίχρυσον
Headword (normalized):
τρίχρυσον
Headword (normalized/stripped):
τριχρυσον
IDX:
89273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89274
Key:
Data
{'content': 'gold pentadrachm'}