Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
τριχωτός
View word page
τριχρονέω
to be of the measure of three times
ShortDef
to be of the measure of three times
Debugging
Headword:
τριχρονέω
Headword (normalized):
τριχρονέω
Headword (normalized/stripped):
τριχρονεω
IDX:
89270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89271
Key:
Data
{'content': 'to be of the measure of three times'}