Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
τρίχωρος
τριχῶς
τρίχωσις
View word page
τριχόω
furnish with hair
ShortDef
furnish with hair
Debugging
Headword:
τριχόω
Headword (normalized):
τριχόω
Headword (normalized/stripped):
τριχοω
IDX:
89269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89270
Key:
Data
{'content': 'furnish with hair'}