Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
τριχώδης
τρίχωμα
View word page
τριχοφυής
growing

ShortDef

growing

Debugging

Headword:
τριχοφυής
Headword (normalized):
τριχοφυής
Headword (normalized/stripped):
τριχοφυης
IDX:
89266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89267
Key:

Data

{'content': 'growing'}