Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
τριχρώματος
View word page
τριχοφόρος
bristly
ShortDef
bristly
Debugging
Headword:
τριχοφόρος
Headword (normalized):
τριχοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τριχοφορος
IDX:
89264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89265
Key:
Data
{'content': 'bristly'}