Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
τρίχρυσον
View word page
τριχοφορέω
to be bristly
ShortDef
to be bristly
Debugging
Headword:
τριχοφορέω
Headword (normalized):
τριχοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τριχοφορεω
IDX:
89263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89264
Key:
Data
{'content': 'to be bristly'}