Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
τρίχροος
View word page
τριχόφοιτος
just passing into hair

ShortDef

just passing into hair

Debugging

Headword:
τριχόφοιτος
Headword (normalized):
τριχόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
τριχοφοιτος
IDX:
89262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89263
Key:

Data

{'content': 'just passing into hair'}