Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
τριχρονέω
τρίχρονος
View word page
τρίχους
holding three χόες

ShortDef

holding three χόες

Debugging

Headword:
τρίχους
Headword (normalized):
τρίχους
Headword (normalized/stripped):
τριχους
IDX:
89261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89262
Key:

Data

{'content': 'holding three χόες'}