Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
τριχόω
View word page
τριχότονος
hair-strung

ShortDef

hair-strung

Debugging

Headword:
τριχότονος
Headword (normalized):
τριχότονος
Headword (normalized/stripped):
τριχοτονος
IDX:
89259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89260
Key:

Data

{'content': 'hair-strung'}