Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
τριχόφυλλος
View word page
τριχοτομέω2
trisect

ShortDef

cut the hair
trisect

Debugging

Headword:
τριχοτομέω2
Headword (normalized):
τριχοτομέω
Headword (normalized/stripped):
τριχοτομεω2
IDX:
89258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89259
Key:

Data

{'content': 'trisect'}