Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχολάβιον
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
τριχοφυής
τριχοφυΐα
View word page
τριχοτομέω
cut the hair

ShortDef

cut the hair
trisect

Debugging

Headword:
τριχοτομέω
Headword (normalized):
τριχοτομέω
Headword (normalized/stripped):
τριχοτομεω
IDX:
89257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89258
Key:

Data

{'content': 'cut the hair'}