Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχοίνικος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
τριχοφορέω
τριχοφόρος
τριχοφυέω
View word page
τριχορρυέω
to shed the hair

ShortDef

to shed the hair

Debugging

Headword:
τριχορρυέω
Headword (normalized):
τριχορρυέω
Headword (normalized/stripped):
τριχορρυεω
IDX:
89255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89256
Key:

Data

{'content': 'to shed the hair'}