Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
τρίχους
τριχόφοιτος
View word page
τριχοποιέω
make
ShortDef
make
Debugging
Headword:
τριχοποιέω
Headword (normalized):
τριχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τριχοποιεω
IDX:
89252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89253
Key:
Data
{'content': 'make'}