Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
τριχοτομέω
τριχοτομέω2
τριχότονος
τριχοῦ
View word page
τριχόμαλλος
hair-fleeced
ShortDef
hair-fleeced
Debugging
Headword:
τριχόμαλλος
Headword (normalized):
τριχόμαλλος
Headword (normalized/stripped):
τριχομαλλος
IDX:
89250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89251
Key:
Data
{'content': 'hair-fleeced'}