Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
τριχομανές
τριχοποιέω
τρίχορδος
τριχορία
τριχορρυέω
τριχορρυής
View word page
τριχοκοσμητής
hairdresser

ShortDef

hairdresser

Debugging

Headword:
τριχοκοσμητής
Headword (normalized):
τριχοκοσμητής
Headword (normalized/stripped):
τριχοκοσμητης
IDX:
89246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89247
Key:

Data

{'content': 'hairdresser'}