Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
τριχολογέω
τριχόλωτος
τριχόμαλλος
View word page
τριχισμός
alum

ShortDef

alum

Debugging

Headword:
τριχισμός
Headword (normalized):
τριχισμός
Headword (normalized/stripped):
τριχισμος
IDX:
89240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89241
Key:

Data

{'content': 'alum'}