Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
τριχοκοσμητής
τριχολάβιον
View word page
τριχιάω
suffer from τριχίασις

ShortDef

suffer from τριχίασις

Debugging

Headword:
τριχιάω
Headword (normalized):
τριχιάω
Headword (normalized/stripped):
τριχιαω
IDX:
89237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89238
Key:

Data

{'content': 'suffer from τριχίασις'}