Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
τριχόθεν
τριχοίνικος
View word page
τριχίας
one that is hairy

ShortDef

one that is hairy

Debugging

Headword:
τριχίας
Headword (normalized):
τριχίας
Headword (normalized/stripped):
τριχιας
IDX:
89235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89236
Key:

Data

{'content': 'one that is hairy'}