Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
τριχοειδής
View word page
τριχθάδιος
threefold
ShortDef
threefold
Debugging
Headword:
τριχθάδιος
Headword (normalized):
τριχθάδιος
Headword (normalized/stripped):
τριχθαδιος
IDX:
89233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89234
Key:
Data
{'content': 'threefold'}