Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχαλκία
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
τριχόδεσμος
View word page
τριχθά
into or in three parts

ShortDef

into or in three parts

Debugging

Headword:
τριχθά
Headword (normalized):
τριχθά
Headword (normalized/stripped):
τριχθα
IDX:
89232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89233
Key:

Data

{'content': 'into or in three parts'}