Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριχάλεπτος
τριχαλκία
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
τριχισμός
τριχόβρως
View word page
τριχῆ
in three parts, in three ways

ShortDef

in three parts, in three ways

Debugging

Headword:
τριχῆ
Headword (normalized):
τριχῆ
Headword (normalized/stripped):
τριχη
IDX:
89231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89232
Key:

Data

{'content': 'in three parts, in three ways'}