Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρίχα
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τριχαλκία
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
τριχιάω
τρίχινος
τριχίς
View word page
τρίχειλος
three-lipped
ShortDef
three-lipped
Debugging
Headword:
τρίχειλος
Headword (normalized):
τρίχειλος
Headword (normalized/stripped):
τριχειλος
IDX:
89229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89230
Key:
Data
{'content': 'three-lipped'}