Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίφυλλος
τρίφυλος
τρίφωνος
τρίχα
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τριχαλκία
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
τριχάς
τριχαστός
τρίχειλος
τρίχειρ
τριχῆ
τριχθά
τριχθάδιος
τριχία
τριχίας
τριχίασις
View word page
τριχάρακτος
divided in three places

ShortDef

divided in three places

Debugging

Headword:
τριχάρακτος
Headword (normalized):
τριχάρακτος
Headword (normalized/stripped):
τριχαρακτος
IDX:
89226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89227
Key:

Data

{'content': 'divided in three places'}