Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριφάσιος
τρίφατος
τρίφθογγος
τριφίλητος
τριφορέω
τριφόρος
τριφυής
τριφύλακος
τριφυλία
τρίφυλλον
τρίφυλλος
τρίφυλος
τρίφωνος
τρίχα
τριχάϊκες
τριχάλεπτος
τριχαλκία
τρίχαλκον
τρίχαλος
τρίχαπτος
τριχάρακτος
View word page
τρίφυλλος
three-leaved

ShortDef

three-leaved

Debugging

Headword:
τρίφυλλος
Headword (normalized):
τρίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
τριφυλλος
IDX:
89216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89217
Key:

Data

{'content': 'three-leaved'}