Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριτόκος
τριτολογέω
τριτομηνίς
τρίτομος
τρίτονος
Τριτοπατέρες
Τριτοπατρῆς
τριτοπάτωρ
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
τρίτρα
τριττυαρχέω
τριττύαρχος
τριττύς
τριτῳδέομαι
Τρίτων
Τριτωνιάς
Τριτώνιος
Τριτωνίς
View word page
τριτόσπορος
sown for the third time

ShortDef

sown for the third time

Debugging

Headword:
τριτόσπορος
Headword (normalized):
τριτόσπορος
Headword (normalized/stripped):
τριτοσπορος
IDX:
89191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89192
Key:

Data

{'content': 'sown for the third time'}