Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριτευτής
τριτεύω
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτίρενες
τριτοβάμων
Τριτογένεια
τριτοκέω
τριτόκος
τριτολογέω
τριτομηνίς
τρίτομος
τρίτονος
Τριτοπατέρες
Τριτοπατρῆς
τριτοπάτωρ
τρίτος
τριτόσπονδος
τριτόσπορος
τριτοστάτης
View word page
τριτολογέω
have one third of one's property confiscated

ShortDef

have one third of one's property confiscated

Debugging

Headword:
τριτολογέω
Headword (normalized):
τριτολογέω
Headword (normalized/stripped):
τριτολογεω
IDX:
89182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89183
Key:

Data

{'content': "have one third of one's property confiscated"}