Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιμισθωτός
ἀντιμίσιον
ἀντιμνηστεύω
ἀντιμοιρεί
ἀντιμοιρέω
ἀντιμοιρία
ἀντιμολεῖν
ἀντίμολπος
ἀντίμορος
ἀντίμορφος
ἀντιμυκάομαι
ἀντιμυκτηρίζω
ἀντιναυπηγέω
ἀντινέμομαι
ἀντινεοποιός
ἀντινήχομαι
ἀντινικάω
Ἀντινόεια
ἀντινομέω
ἀντινομία
ἀντινομίζομαι
View word page
ἀντιμυκάομαι
low in answer

ShortDef

low in answer

Debugging

Headword:
ἀντιμυκάομαι
Headword (normalized):
ἀντιμυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιμυκαομαι
IDX:
8917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8918
Key:

Data

{'content': 'low in answer'}