Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριτάω
τριτεία
τριτεῖα
τρίτειχος
τρίτευμα
τριτεύς
τριτευτής
τριτεύω
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτίρενες
τριτοβάμων
Τριτογένεια
τριτοκέω
τριτόκος
τριτολογέω
τριτομηνίς
τρίτομος
τρίτονος
Τριτοπατέρες
View word page
τριτημορίς
a third

ShortDef

a third

Debugging

Headword:
τριτημορίς
Headword (normalized):
τριτημορίς
Headword (normalized/stripped):
τριτημορις
IDX:
89176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89177
Key:

Data

{'content': 'a third'}