Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τριταρτημόριον
τρίτατος
τριτάω
τριτεία
τριτεῖα
τρίτειχος
τρίτευμα
τριτεύς
τριτευτής
τριτεύω
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτίρενες
τριτοβάμων
Τριτογένεια
τριτοκέω
τριτόκος
View word page
τριτεύς
third part of a μέδιμνος

ShortDef

third part of a μέδιμνος

Debugging

Headword:
τριτεύς
Headword (normalized):
τριτεύς
Headword (normalized/stripped):
τριτευς
IDX:
89171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89172
Key:

Data

{'content': 'third part of a μέδιμνος'}