Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριταιοφυής
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τριταρτημόριον
τρίτατος
τριτάω
τριτεία
τριτεῖα
τρίτειχος
τρίτευμα
τριτεύς
τριτευτής
τριτεύω
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
τριτίρενες
τριτοβάμων
Τριτογένεια
View word page
τρίτειχος
with triple wall
ShortDef
with triple wall
Debugging
Headword:
τρίτειχος
Headword (normalized):
τρίτειχος
Headword (normalized/stripped):
τριτειχος
IDX:
89169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89170
Key:
Data
{'content': 'with triple wall'}