Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τριταϊκός
τριταιογενής
τριταῖος
τριταιοφυής
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τριταρτημόριον
τρίτατος
τριτάω
τριτεία
τριτεῖα
τρίτειχος
τρίτευμα
τριτεύς
τριτευτής
τριτεύω
τριτημόριον
τριτημόριος
τριτημορίς
View word page
τριτάω
when three days old
ShortDef
when three days old
Debugging
Headword:
τριτάω
Headword (normalized):
τριτάω
Headword (normalized/stripped):
τριταω
IDX:
89166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89167
Key:
Data
{'content': 'when three days old'}