Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρισχιλιέτης
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισχιλιοτρισμύριοι
τρισχιλιοφόρος
τρίσχιστος
τρίσχοινος
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταΐζω
τριταϊκός
τριταιογενής
τριταῖος
τριταιοφυής
τριταλαντιαῖος
τριτάλαντος
τριτάλας
τριτάνυστος
τριταρτημόριον
τρίτατος
View word page
τριταΐζω
have a tertian fever

ShortDef

have a tertian fever

Debugging

Headword:
τριταΐζω
Headword (normalized):
τριταΐζω
Headword (normalized/stripped):
τριταιζω
IDX:
89155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89156
Key:

Data

{'content': 'have a tertian fever'}