Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρισχημάτιστος
τρίσχημος
τρισχιδής
τρισχιλιέτης
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισχιλιοτρισμύριοι
τρισχιλιοφόρος
τρίσχιστος
τρίσχοινος
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
τριταΐζω
τριταϊκός
τριταιογενής
τριταῖος
τριταιοφυής
τριταλαντιαῖος
View word page
τρίσχιστος
cloven in three
ShortDef
cloven in three
Debugging
Headword:
τρίσχιστος
Headword (normalized):
τρίσχιστος
Headword (normalized/stripped):
τρισχιστος
IDX:
89150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89151
Key:
Data
{'content': 'cloven in three'}