Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρίστοιχος
τρίστομος
τρίστοος
τρίστροφος
τρισυλλαβέω
τρισυλλαβία
τρισύλλαβος
τρισύνθετος
τρισχημάτιστος
τρίσχημος
τρισχιδής
τρισχιλιέτης
τρισχίλιοι
τρισχιλιοστός
τρισχιλιοτρισμύριοι
τρισχιλιοφόρος
τρίσχιστος
τρίσχοινος
τρισώματος
τριταγωνιστέω
τριταγωνιστής
View word page
τρισχιδής
cloven in three

ShortDef

cloven in three

Debugging

Headword:
τρισχιδής
Headword (normalized):
τρισχιδής
Headword (normalized/stripped):
τρισχιδης
IDX:
89144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89145
Key:

Data

{'content': 'cloven in three'}